- υπόθαλψη
- η, Ν1. παροχή βοήθειας ή κρησφύγετου σε δράση εγκλήματος, κρυφή συντήρηση ατόμου που διώκεται ποινικά2. μτφ. έντεχνη και κρυφή διατήρηση, διέγερση ή έξαψη πάθους3. φρ. «υπόθαλψη εγκληματία»(ποιν. δίκ.) συνειδητή και εκούσια ματαίωση τής δίωξης προσώπου που διέπραξε κακούργημα ή πλημμέλημα ή συνειδητή και εκούσια ματαίωση εκτέλεσης τής ποινής ή τού μέτρου ασφαλείας που τού έχει επιβληθεί..[ΕΤΥΜΟΛ. < υποθάλπω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπόθαλψις, μαρτυρείται από το 1841 στον Κ. Μαυρογιάννη].
Dictionary of Greek. 2013.